Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Το μαύρο κύμα

Με αφορμή το απόσπασμα από την "Ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει" του Λουίς Σεπούλβεδα με τίτλο "Το μαύρο κύμα", οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου εμπνεύστηκαν από την ιστορία της γλαροπούλας Κενγκά και τον αγώνα της για επιβίωση. 
Ζωγράφισαν σκηνές που τους/τις συγκίνησαν...

Η Κενγκά πετάει ελεύθερη...
Π. Έρικα, Α4

Ο αγώνας της Κενγκά για επιβίωση
Ι. Άννα-Μαρία, Α2

Τ. Αλεξάνδρα, Α4

Χ. Γεωργία, Α4

Κ. Ξένια, Α2

Και μια πρόταση για το εξώφυλλο του μυθιστορήματος.

Ι. Άννα-Μαρία, Α2

Άλλοι/ες πάλι επέλεξαν το κολάζ και το κόμικς, προκειμένου να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, αλλά και τον προβληματισμό τους για το σοβαρό πρόβλημα της μόλυνσης των θαλασσών...

Ζ. Χριστιάνα, Α2

Μ. Μύρων, Α4

...Απέδωσαν τις σκέψεις της Κενγκά...

   Τι συμβαίνει; Δεν μπορώ να πετάξω ούτε να δω. Κάτι έχει κολλήσει στα φτερά και στα μάτια μου. Είναι η κατάρα των θαλασσών! Ευτυχώς, τα πόδια μου είναι ακόμα ελεύθερα. Θα κολυμπήσω γρήγορα και ελπίζω να ξεφύγω. Αχ, καθαρό νερό! Θα μπορέσω τουλάχιστον να καθαρίσω τα μάτια μου… 
   Πού πήγαν όλοι; Δε βλέπω καμιά από τις συντρόφισσές μου. Μα ναι, ακολούθησαν τον νόμο και πέταξαν μακριά. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση τους… Πρόκειται λοιπόν να πεθάνω. Καταραμένοι να είναι οι άνθρωποι που μολύνουν τη θάλασσα! Αλλά ας μην τους κατακρίνω όλους. Υπάρχουν και άνθρωποι που προσπαθούν να προστατέψουν το περιβάλλον, και το έχω δει με τα μάτια μου. 
   Μακάρι να με φάει κάποιο ψάρι. Καλύτερα να έχω έναν γρήγορο θάνατο, παρά έναν αργό και βασανιστικό... Μα τι λέω; Ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα! Ίσως αν πετάξω ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ’χει κολλήσει στα φτερά μου, όπως έγινε σ’ εκείνη την ιστορία με τον Ίκαρο…
   Δυστυχώς η ουρά μου είναι άχρηστη. Θα την καθαρίσω με το ράμφος μου. Θα ξεριζώσω κάποια φτερά, αν και πονάω πολύ…
   Τα κατάφερα… πετάω! Πρέπει να τα παλέψω, πρέπει να ζήσω, τουλάχιστον μέχρι να γεννήσω το αβγουλάκι μου… Είμαι τόσο κουρασμένη! Αν δε βρω κάπου να σταματήσω, θα πέσω. Να! Ο Άγιος Μιχαήλ! Θεέ μου, βοήθησέ με…
Κ. Θανάσης, Α2

Ή προτίμησαν να φανταστούν την εξέλιξη της ιστορίας.

...Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Έπεφτε… Θα προλάβαινε άραγε να φτάσει ως την εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ; Λίγο ακόμα και θα άγγιζε το καμπαναριό. «Θα τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω!» έκρωξε και, με όση δύναμη της είχε απομείνει, προσγειώθηκε άτσαλα στο έδαφος. Έμεινε εκεί ακίνητη, της είχε κοπεί η ανάσα από την υπερπροσπάθεια. Προσπάθησε να κουνήσει τα φτερά της, αλλά τα ένιωθε σαν ξένο σώμα. Το πετρέλαιο λες και είχε γίνει τσιμέντο. «Αλίμονο, γλίτωσα από τη θάλασσα για να πεθάνω στη στεριά...», σκέφτηκε απελπισμένη η Κενγκά.
   Ξαφνικά άκουσε βήματα. Κάποιος ερχόταν! Η καρδιά της Κενγκά χτύπησε δυνατά. Προσπάθησε να σηκωθεί, να ανοίξει τα φτερά της για να δείχνει μεγαλύτερη και να φοβίσει τον άνθρωπο που την πλησίαζε. Όμως δεν μπορούσε πια όχι να κουνηθεί, αλλά ούτε καν να κρώξει. «Ήρθε το τέλος…», ήταν η σκέψη της, η τελευταία ίσως… Όμως ο άνθρωπος τη χάιδεψε απαλά στο κεφάλι, την τύλιξε σε ένα πανί και την πήρε αγκαλιά. Καθώς την κρατούσε, της μιλούσε γλυκά. «Καημενούλα μου… Για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και για σένα…». Η Κενγκά αναθάρρησε. «Μπορεί να μην τελείωσαν όλα…», σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια.
   Όταν ξύπνησε, βρισκόταν σε ένα κλουβί. Γύρω της υπήρχαν πολλοί άνθρωποι και πολλά πουλιά. Άλλα ήταν καθαρά και φαινόταν υγιή, ενώ άλλα είχαν κολλημένη πάνω τους εκείνη την απαίσια μαύρη ουσία που είχε κολλήσει και στην ίδια. «Τα φτερά μου!». Η Κενγκά άρχισε να κρώζει όλο χαρά. Τα φτερά της είχαν σχεδόν καθαρίσει. Ένας άνθρωπος την πλησίασε και της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Σε λίγο θα γίνεις εντελώς καλά και θα σε ελευθερώσουμε, καλή μου!». «Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!», φώναξε η Κενγκά με όλη τη δύναμη της ψυχής της, αλλά οι σωτήρες της δεν άκουσαν παρά το κρώξιμο ενός γλάρου…
Μ. Μαρία, Α2

…Τις φτερούγες της δεν μπορούσε πια ούτε να τις κουνήσει. Γρήγορα κατάλαβε ότι έπεφτε. Έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα, και άρχισε να φοβάται. Προσπάθησε να ξαναπετάξει, να πάρει ύψος, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Κοίταξε κάτω. Δεξιά της κάτι αυλές με τρυφερό, μαλακό γρασίδι την περίμεναν, αν κατάφερνε βέβαια να φτάσει εκεί. Αριστερά της ήταν το ποτάμι. Άλλη μια καλή επιλογή για προσγείωση, αλλά ήταν ακόμα πιο δύσκολο να το φτάσει. Τέλος, κοίταξε ακριβώς από κάτω της, στο σημείο όπου κατά πάσα πιθανότητα θα έπεφτε. Την περίμεναν τα πιο ανώμαλα και αιχμηρά βράχια που είχε δει ποτέ της. Ανάμεσά τους σκουπίδια και σκουριασμένα κουτάκια αναψυκτικών. Το τέλος της ήταν βέβαιο… 
   Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε. Έφερε στον νου της τον άντρα της, που την περίμενε να γεννήσει το παιδί τους. Πώς θα αντιδρούσε άραγε, όταν μάθαινε τον χαμό της; Έπειτα φαντάστηκε πώς θα ήταν το παιδί τους. Έπλασε με το μυαλό της εικόνες. Το είδε μωρό, να ανοίγει τα μάτια του για πρώτη φορά στον κόσμο, μετά μεγαλύτερο, να πηγαίνει στο γλαροσχολείο και να μαθαίνει να πιάνει σκουλήκια και ψάρια. Η τελευταία εικόνα ήταν το όνειρο κάθε μάνας… Το παιδί της να πετάει, να φτάνει τον ήλιο, να φεύγει, να ζει! 
   Άνοιξε τα μάτια και επανήλθε στη φρικτή πραγματικότητα. Ξανακοίταξε κάτω. Τα βράχια ήταν πιο κοντά από πριν. Δεν πανικοβλήθηκε. Ήξερε ότι δεν είχε κανένα νόημα, αφού θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Σκέφτηκε άλλη μία φόρα πώς θα ήταν τα πράγματα, αν δεν ήταν οι άνθρωποι τόσο εγωιστές, αν ήταν πιο συνετοί… Με βουρκωμένα μάτια κοίταξε τον ουρανό και ψέλλισε: «Αντίο…»
Χ, Αριάδνη, Α4

   Η Κενγκά προσγειώθηκε κάπως άτσαλα στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ. Είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια να πετάξει. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα πόδια της. Δεν είχε δύναμη ούτε «Βοήθεια!» να φωνάξει. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις σκέψεις της. Θυμήθηκε τις όμορφες μέρες που περνούσε με τις φίλες της, το πέταγμα στον καταγάλανο ουρανό, τα νερά του ωκεανού. Όλα της φαίνονταν τόσο μαγικά, αλλά και τόσο μακρινά… Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, στη σκέψη ότι πλησιάζει το τέλος της και δεν είχε προλάβει να χαιρετήσει κανέναν. Άραγε θα τη θυμούνται με αγάπη ή θα συζητούν για την απροσεξία της που της στοίχισε τη ζωή της: 
   Ξαφνικά ένιωσε δύο απαλά χεράκια την σηκώνουν από το έδαφος και βρέθηκε μέσα σε μια ζεστή αγκαλιά. Άκουσε μια παιδική φωνή να λέει: «Έλα να δεις, μαμά! Μια μικρή γλαροπούλα! Δεν είναι καλά… Να την πάμε αμέσως στον κτηνίατρο!». Χάρηκε όταν κατάλαβε ότι μιλούσαν γι’ αυτήν. Μα πιο πολύ χάρηκε όταν συνειδητοποίησε ότι υπάρχουν και άνθρωποι που νοιάζονται. Όχι σαν τους άλλους, που ούτε που τους ένοιαξε για τη συμφορά που προκάλεσαν στον ωκεανό. Με αυτή τη σκέψη παραδόθηκε σε έναν βαθύ ύπνο.
   Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι, που της φάνηκε τεράστιο. Πάνω της ήταν σκυμμένος ένας καλοσυνάτος και χαμογελαστός άντρας, που μιλούσε με ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Τον άκουσε να λέει: «Όλα πήγαν καλά! Η μικρή μας ξέφυγε από το κίνδυνο… Σε λίγες μέρες θα μπορέσει να ξαναπετάξει.».
   Η καρδιά της Κενγκά αναπήδησε. Είχε σωθεί! Η μικρή τη χάιδεψε τρυφερά και μουρμούρισε «Ελπίζω να είναι η τελευταία φορά που ανόητοι άνθρωποι βάζουν με τις πράξεις τους σε κίνδυνο τη φύση και τα πλάσματά της…».
Μ. Ελευθερία, Α4

…Γυρνώντας από το σχολείο, πέρασα μπροστά από τον Άγιο Μιχαήλ, όπως κάθε μέρα… Αυτή τη φορά, όμως, ένα σοκ με περίμενε: είδα έναν γλάρο πεσμένο στο έδαφος, κατάμαυρο. Έμοιαζε σαν ξεπουπουλιασμένος… Χωρίς δισταγμό, τον πήρα στην αγκαλιά μου και τρέχοντας τον πήγα στο σπίτι μου. Προσπάθησα να τον καθαρίσω, αλλά η πυκνόρρευστη μαύρη ουσία που τον σκέπαζε είχε κολλήσει για τα καλά στα φτερά του. Ο καημένος ο γλάρος, φαινόταν να ζει μόλις και μετά βίας… Αποφάσισα λοιπόν να αναζητήσω βοήθεια, μα όταν γύρισα με τον κτηνίατρο ήταν πλέον αργά… Ωστόσο, είδαμε ότι ο γλάρος, που τελικά ήταν γλαροπούλα, πρόλαβε να γεννήσει ένα αβγό. Ήταν ένα πραγματικό θαύμα! Δεν μπόρεσα να σώσω τη μητέρα, αλλά ήμουν αποφασισμένη να σώσω το μικρό της. Με την καθοδήγηση του κτηνίατρου, φρόντισα να εκκολαφθεί το αβγό και να ’το! Ένα πολύ γλυκό γλαρόπουλο! Άρχισα να το ταΐζω και να το φροντίζω όσο καλύτερα μπορούσα, και καμάρωνα που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ώσπου ένα πρωί… δε βρήκα παρά μόνο ένα φτερό! Κατάλαβα ότι ο προστατευόμενός μου είχε πετάξει μακριά… Όχι, δεν έκλαψα. Ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε πια να τα καταφέρει χωρίς τη δική μου φροντίδα και ένιωσα περήφανη, σαν να εκπλήρωσα μια υπόσχεση…
Κ. Μαριλένα, Α2

Και ένα ποίημα!

Για έναν καλύτερο κόσμο…

Μη μολύνετε το περιβάλλον 
Θα το παραδώσουμε σε άλλον 
Δεν το έχουμε δικό μας 
Είναι ο κόσμος των παιδιών μας 

Και ο κόσμος ο δικός τους 
Ας είναι καλύτερος…
Πόλεμοι να μην υπάρχουν 
Όλα τα αγαθά να τα ’χουν 

Κρατήστε λοιπόν το περιβάλλον καθαρό
Μη λερώνετε τον γαλανό ουρανό 
Τη φύση φροντίζετε και αγαπάτε
Που μας προσφέρει γαλήνη και χαρά!
Π. Ελισάβετ, Α4

Τέλος, ένα πολύ ωραίο τραγούδι, που αφηγείται την περιπέτεια της Κενγκά, "πατώντας" πάνω σε μια γνωστή μελωδία...

Η Κενγκά και το μαύρο κύμα


Ακούστε λοιπόν την ιστορία της Κενγκά, μιας άτυχης γλαροπούλας που μολύνθηκε από μια πετρελαιοκηλίδα κοντά στο λιμάνι του Αμβούργου:

Της φτερούγες της ανοίγει 
να πετάξει στα ψηλά
μα ένα κύμα την καλύπτει 
κι έχει χάσει τη χαρά

Μια παχύρρευστη κηλίδα
έχει κολλήσει στα φτερά
και η Κενγκά από φόβο
παύει να χαμογελά

Με προσπάθεια μεγάλη 
βρίσκει καθαρό νερό
το κεφάλι της βουτάει
και κοιτάει τον ουρανό

Τώρα πια αναρωτιέται
αν θα μείνει ζωντανή
μια ελπίδα να χωρέσει 
στη δικιά της την ψυχή

Στο μυαλό της Κενγκά τώρα
έρχονται πάρα πολλά
πανικός και αγωνία
για επιβίωση ξανά

Με προσπάθεια μεγάλη
κατορθώνει να πετάξει
Φτεροκοπούσε απεγνωσμένα
με τα μάτια απελπισμένα

Δεν την πήρανε τα χρόνια
γι’ αυτό προσπαθεί ακόμα
μήπως και ξαναπετάξει 
και τον κόσμο τον θαυμάσει

Τώρα πια αναρωτιέται
αν θα μείνει ζωντανή
μα η ελπίδα έχει σβύσει
στη δική της την ψυχή
Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις
Στίχοι - κιθάρα - ερμηνεία: Π. Ελεάνα, Α4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.